↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοεξορία οι αυτοεξορίες
      γενική της αυτοεξορίας των αυτοεξοριών
    αιτιατική την αυτοεξορία τις αυτοεξορίες
     κλητική αυτοεξορία αυτοεξορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αυτοεξορία < αυτο- + εξορία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.fto.e.ksoˈɾi.a/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αυτοεξορία θηλυκό

  • η ηθελημένη απομάκρυνση κάποιου από την πατρίδα του για προσωπικούς ή και κοινωνικοπολιτικούς λόγους
κατά τη διάρκεια της αυτοεξορίας του δεν έπαψε να παρακολουθεί τις εξελίξεις στη χώρα του

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία