Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fuite fuites

fuite (fr) θηλυκό

  1. η φυγή, το φευγιό
  2. η διαρροή
  3. το φούιτ
  4. η φυγάδευση

Συγγενικά

επεξεργασία