Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαρροή οι διαρροές
      γενική της διαρροής των διαρροών
    αιτιατική τη διαρροή τις διαρροές
     κλητική διαρροή διαρροές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαρροή < αρχαία ελληνική διαρροή < διαρρέω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαρροή θηλυκό

  1. η διαφυγή, η απώλεια υγρού ή αερίου από έναν κλειστό χώρο
    Εκτός ελέγχου παραμένει η διαρροή των υγρών αποβλήτων.
  2. η γνωστοποίηση απόρρητων στοιχείων, πληροφοριών κτλ. χωρίς τη θέληση του άμεσα ενδιαφερομένου
    Διοικητική έρευνα για τη διαρροή πληροφορίας σε τηλεοπτικό σταθμό.
    • πληροφορίες που ξέφυγαν και μαθεύτηκαν από τρίτους

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία