διαρροή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαρροή | οι | διαρροές |
γενική | της | διαρροής | των | διαρροών |
αιτιατική | τη | διαρροή | τις | διαρροές |
κλητική | διαρροή | διαρροές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διαρροή < αρχαία ελληνική διαρροή < διαρρέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαρροή θηλυκό
- η διαφυγή, η απώλεια υγρού ή αερίου από έναν κλειστό χώρο
- Εκτός ελέγχου παραμένει η διαρροή των υγρών αποβλήτων.
- η γνωστοποίηση απόρρητων στοιχείων, πληροφοριών κτλ. χωρίς τη θέληση του άμεσα ενδιαφερομένου
- Διοικητική έρευνα για τη διαρροή πληροφορίας σε τηλεοπτικό σταθμό.
- πληροφορίες που ξέφυγαν και μαθεύτηκαν από τρίτους