φυγάδευση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φυγάδευση | οι | φυγαδεύσεις |
γενική | της | φυγάδευσης* | των | φυγαδεύσεων |
αιτιατική | τη | φυγάδευση | τις | φυγαδεύσεις |
κλητική | φυγάδευση | φυγαδεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, φυγαδεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φυγάδευση < φυγαδεύ(ω) + -σις > -ση Διαφορετική η μεσαιωνική ελληνική φυγάδευσις
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fiˈɣa.ðef.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φυ‐γά‐δευ‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφυγάδευση θηλυκό
- η παροχή βοήθειας σε άνθρωπο να αποδράσει, σε άνθρωπο
- (καταχρηστικά, για πράγματα) λαθραία εξαγωγή
- ⮡ η φυγάδευση εγγράφων, χρημάτων στο εξωτερικό
- → δείτε τη λέξη υπεξαγωγή
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη φεύγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία φυγάδευση
Πηγές
επεξεργασία- φυγάδευση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- φυγάδευση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)