Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυγάδευση οι φυγαδεύσεις
      γενική της φυγάδευσης* των φυγαδεύσεων
    αιτιατική τη φυγάδευση τις φυγαδεύσεις
     κλητική φυγάδευση φυγαδεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, φυγαδεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυγάδευση < φυγαδεύ(ω) + -σις > -ση Διαφορετική η μεσαιωνική ελληνική φυγάδευσις

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fiˈɣa.ðef.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φυ‐γά‐δευ‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φυγάδευση θηλυκό

  1. η παροχή βοήθειας σε άνθρωπο να αποδράσει, σε άνθρωπο
  2. (καταχρηστικά, για πράγματα) λαθραία εξαγωγή
    η φυγάδευση εγγράφων, χρημάτων στο εξωτερικό
    → δείτε τη λέξη υπεξαγωγή

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη φεύγω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία