Δείτε επίσης: λαθραῖος, λαθραίως
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λαθραίος η λαθραία το λαθραίο
      γενική του λαθραίου της λαθραίας του λαθραίου
    αιτιατική τον λαθραίο τη λαθραία το λαθραίο
     κλητική λαθραίε λαθραία λαθραίο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λαθραίοι οι λαθραίες τα λαθραία
      γενική των λαθραίων των λαθραίων των λαθραίων
    αιτιατική τους λαθραίους τις λαθραίες τα λαθραία
     κλητική λαθραίοι λαθραίες λαθραία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λαθραίος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λαθραῖος < επίρρημα λάθρᾳ / λάθρῃ (κρυφά) + -αῖος < *λάθ-ρος < θέμα λαθ- του λανθάνω [1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα → δείτε τη λέξη λανθάνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /laˈθɾe.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λα‐θραί‐ος

  Επίθετο

επεξεργασία

λαθραίος, -α, -ο

  1. που εισέρχεται σε μία χώρα χωρίς να τηρήσει τις νόμιμες διαδικασίες και χωρίς να έχουν πληρωθεί οι νόμιμοι δασμοί
    ⮡  Πιάστηκε ένα φορτίο με λαθραία τσιγάρα.
  2. κρυφός, παράνομος
    ⮡  λαθραίοι έρωτες

Συγγενικά

επεξεργασία

όπως ενδεικτικά

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.