Ετυμολογία

επεξεργασία
λάθρα < αρχαία ελληνική λάθρα

  Επίρρημα

επεξεργασία

λάθρα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λάθρα < λανθάνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *lh₂-n-dʰ- < *leh₂-dʰ- < *leh₂- ‎(κρύβομαι)

  Επίρρημα

επεξεργασία

λάθρα

  • κρυφά, υπό την άγνοια κάποιου

Συνώνυμα

επεξεργασία