δασμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δασμός | οι | δασμοί |
γενική | του | δασμού | των | δασμών |
αιτιατική | τον | δασμό | τους | δασμούς |
κλητική | δασμέ | δασμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δασμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δασμός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðaˈzmos/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δα‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδασμός αρσενικό
- (οικονομία) χρηματικό ποσό που καταβάλλεται στο κράτος κατά την εισαγωγή κυρίως ή σπανιότερα κατά την εξαγωγή εμπορεύματος
- ↪ Σε αρκετά εκατομμύρια ευρώ υπολογίζονται οι διαφυγόντες δασμοί από το λαθρεμπόριο τσιγάρων.
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
δασμ-
δασμ-
- αδασμολόγητα (επίρρημα)
- αδασμολογήτως (επίρρημα)
- αδασμολόγητος
- αναδασμολογημένος
- αναδασμολόγηση
- αναδασμολογώ, αναδασμολογούμαι
- αναδασμός
- δασμολογημένος
- δασμολόγηση
- δασμολογητέος
- δασμολογία
- δασμολογικά (επίρρημα)
- δασμολογικός
- δασμολογικώς (επίρρημα)
- δασμολόγιο
- δασμολόγος
- δασμολογώ, δασμολογούμαι
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δασμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- δασμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Ετυμολογία
επεξεργασία- δασμός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δασμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδασμός αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δασμός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | δασμός | οἱ | δασμοί |
γενική | τοῦ | δασμοῦ | τῶν | δασμῶν |
δοτική | τῷ | δασμῷ | τοῖς | δασμοῖς |
αιτιατική | τὸν | δασμόν | τοὺς | δασμούς |
κλητική ὦ! | δασμέ | δασμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δασμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δασμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δασμός < *δασ-σμός < *δατ-σμός με αφομοίωση [ts] > [ss] και απλοποίηση [ss] > s < θέμα δατ- του δατέομαι (διαιρώ, μοιράζω), μέλλοντας: δάσομαι, άλλη μορφή θεμάτων που συναντάμε στο δαίομαι (και δαίμων), στο δάπτω (και δαπάνη, δαψιλής) [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδασμός αρσενικό
Παράγωγα
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
δασμ-
δασμ-
παράγωγα και σύνθετα:
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- δασμός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δασμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.