δασμολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δασμολόγος < ελληνιστική < δασμός + λέγω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδασμολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- εμπειρογνώμονας εξειδικευμένος στη δασμολογία
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δασμολόγος
|