δασμολογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δασμολογώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασία
δασμολογώ
- προσδιορίζω τον δασμό που πρέπει να επιβληθεί σε ένα προϊόν
- υποβάλλω ένα προϊόν σε δασμούς
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δασμολογώ
|