δασμολόγηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δασμολόγηση | οι | δασμολογήσεις |
γενική | της | δασμολόγησης* | των | δασμολογήσεων |
αιτιατική | τη | δασμολόγηση | τις | δασμολογήσεις |
κλητική | δασμολόγηση | δασμολογήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, δασμολογήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δασμολόγηση < δασμολογώ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδασμολόγηση θηλυκό
- ο υπολογισμός των δασμών που πρέπει να επιβληθούν
- η επιβολή δασμών
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δασμολόγηση
|