Δείτε επίσης: ἐπιβολή

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιβολή οι επιβολές
      γενική της επιβολής των επιβολών
    αιτιατική την επιβολή τις επιβολές
     κλητική επιβολή επιβολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιβολή < αρχαία ελληνική ἐπιβολή < ἐπιβάλλω < ἐπί + βάλλω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.pi.voˈli/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επιβολή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία