πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δασμολογία οι δασμολογίες
      γενική της δασμολογίας των δασμολογιών
    αιτιατική τη δασμολογία τις δασμολογίες
     κλητική δασμολογία δασμολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δασμολογία θηλυκό

  1. (οικονομία) η μελέτη των δασμών
  2. (οικονομία) η επιβολή ενός δασμού σε ένα προϊόν
     συνώνυμα: δασμολόγηση

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δασμολογία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δασμολογί αἱ δασμολογίαι
      γενική τῆς δασμολογίᾱς τῶν δασμολογιῶν
      δοτική τῇ δασμολογί ταῖς δασμολογίαις
    αιτιατική τὴν δασμολογίᾱν τὰς δασμολογίᾱς
     κλητική ! δασμολογί δασμολογίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δασμολογί
γεν-δοτ τοῖν  δασμολογίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
δασμολογία < δασμολόγ(ος) + -ία. Μορφολογικά αναλύεται σε δασμ(ός) + -ο- + -λογία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δασμολογία θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία