δασμολογήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδασμολογήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δασμολογώ
- θα δασμολογήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δασμολογώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαδασμολογήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δασμολόγηση