εμπειρογνώμονας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | εμπειρογνώμονας | οι | εμπειρογνώμονες |
γενική | του του/της |
εμπειρογνώμονα εμπειρογνώμονος |
των | εμπειρογνωμόνων |
αιτιατική | τον/την | εμπειρογνώμονα | τους/τις | εμπειρογνώμονες |
κλητική | εμπειρογνώμονα | εμπειρογνώμονες | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας». | ||||
Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εμπειρογνώμονας < εμπειρογνώμ(ων) + -ονας [1] → δείτε τις λέξεις έμπειρος και γνώμη
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /em.bi.ɾoˈɣno.mo.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐μπει‐ρο‐γνώ‐μων
Ουσιαστικό επεξεργασία
εμπειρογνώμονας αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) ειδικός σε έναν τομέα· που έχει εμπειρία και βαθιά γνώση και καλείται να γνωμοδοτήσει σε θέματα της ειδικότητάς του
Συνώνυμα επεξεργασία
επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις έμπειρος και γνώμη
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επεξεργασία
- ↑ εμπειρογνώμονας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.