πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η εμπειρογνώμονας οι εμπειρογνώμονες
      γενική του
του/της
εμπειρογνώμονα
εμπειρογνώμονος
των εμπειρογνωμόνων
    αιτιατική τον/την εμπειρογνώμονα τους/τις εμπειρογνώμονες
     κλητική εμπειρογνώμονα εμπειρογνώμονες
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας».
Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
εμπειρογνώμονας < εμπειρογνώμ(ων) + -ονας [1]  δείτε τις λέξεις έμπειρος και γνώμη
ΔΦΑ : /em.bi.ɾoˈɣno.mo.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμπειρογνώμων

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εμπειρογνώμονας αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις έμπειρος και γνώμη

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία