γνωμοδοτώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γνωμοδοτώ < (ελληνιστική κοινή) γνωμοδοτέω-γνωμοδοτῶ
Ρήμα
επεξεργασίαγνωμοδοτώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γνωμοδοτώ | γνωμοδοτούσα | θα γνωμοδοτώ | να γνωμοδοτώ | γνωμοδοτώντας | |
β' ενικ. | γνωμοδοτείς | γνωμοδοτούσες | θα γνωμοδοτείς | να γνωμοδοτείς | (γνωμοδότει) | |
γ' ενικ. | γνωμοδοτεί | γνωμοδοτούσε | θα γνωμοδοτεί | να γνωμοδοτεί | ||
α' πληθ. | γνωμοδοτούμε | γνωμοδοτούσαμε | θα γνωμοδοτούμε | να γνωμοδοτούμε | ||
β' πληθ. | γνωμοδοτείτε | γνωμοδοτούσατε | θα γνωμοδοτείτε | να γνωμοδοτείτε | γνωμοδοτείτε | |
γ' πληθ. | γνωμοδοτούν(ε) | γνωμοδοτούσαν(ε) | θα γνωμοδοτούν(ε) | να γνωμοδοτούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γνωμοδότησα | θα γνωμοδοτήσω | να γνωμοδοτήσω | γνωμοδοτήσει | ||
β' ενικ. | γνωμοδότησες | θα γνωμοδοτήσεις | να γνωμοδοτήσεις | γνωμοδότησε | ||
γ' ενικ. | γνωμοδότησε | θα γνωμοδοτήσει | να γνωμοδοτήσει | |||
α' πληθ. | γνωμοδοτήσαμε | θα γνωμοδοτήσουμε | να γνωμοδοτήσουμε | |||
β' πληθ. | γνωμοδοτήσατε | θα γνωμοδοτήσετε | να γνωμοδοτήσετε | γνωμοδοτήστε | ||
γ' πληθ. | γνωμοδότησαν γνωμοδοτήσαν(ε) |
θα γνωμοδοτήσουν(ε) | να γνωμοδοτήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γνωμοδοτήσει | είχα γνωμοδοτήσει | θα έχω γνωμοδοτήσει | να έχω γνωμοδοτήσει | ||
β' ενικ. | έχεις γνωμοδοτήσει | είχες γνωμοδοτήσει | θα έχεις γνωμοδοτήσει | να έχεις γνωμοδοτήσει | ||
γ' ενικ. | έχει γνωμοδοτήσει | είχε γνωμοδοτήσει | θα έχει γνωμοδοτήσει | να έχει γνωμοδοτήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γνωμοδοτήσει | είχαμε γνωμοδοτήσει | θα έχουμε γνωμοδοτήσει | να έχουμε γνωμοδοτήσει | ||
β' πληθ. | έχετε γνωμοδοτήσει | είχατε γνωμοδοτήσει | θα έχετε γνωμοδοτήσει | να έχετε γνωμοδοτήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γνωμοδοτήσει | είχαν γνωμοδοτήσει | θα έχουν γνωμοδοτήσει | να έχουν γνωμοδοτήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία γνωμοδοτώ