Δείτε επίσης: advice
ενεστώτας advise
γ΄ ενικό ενεστώτα advises
αόριστος advised
παθητική μετοχή advised
ενεργητική μετοχή advising

  Ετυμολογία

επεξεργασία
advise < μέση αγγλική avisen < παλαιά γαλλική aviser < λατινική adviso < ad + viso < video

advise (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) συμβουλεύω, συνιστώ, υποδεικνύω, λέω σε κάποιον τι πιστεύω ότι πρέπει να κάνει σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή δίνω σε κάποιον βοήθεια και πληροφορίες για ένα θέμα για το οποίο ξέρω πολλά
    ⮡  I advised him to go/to not accept.
    Τον συμβούλεψα να πάει/να μη δεχτεί.
    ⮡  The police advised us against traveling at night.
    Η αστυνομία μας συμβούλεψε να μην ταξιδέψουμε νύχτα.
    ⮡  What do you advise me to do?
    Τι μου συνιστάς να κάνω;
    ⮡  The doctor advised complete rest.
    Ο γιατρός συνέστησε τέλεια ανάπαυση.
    ⮡  Drivers are advised to avoid…
    Συνιστάται στους οδηγούς να αποφεύγουν…
    ⮡  His doctor advised cutting out smoking.
    Ο γιατρός του υπέδειξε να κόψει το κάπνισμα.
    ⮡  He advised me not to park there.
    Μου υπέδειξε να μην παρκάρω εκεί.
     συνώνυμα:  admonish, counsel, recommend, suggest και warn
  2. (μεταβατικό, επίσημο) γνωστοποιώ, αναγγέλλω, λέω επίσημα σε κάποιον κάτι
    ⮡  He advised us of the shipment.
    Μας γνωστοποίησε την αποστολή.
    ⮡  Did you advise him of your decision?
    Του ανήγγειλες την απόφασή σου;