advise
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | advise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | advises |
αόριστος | advised |
παθητική μετοχή | advised |
ενεργητική μετοχή | advising |
Ετυμολογία
επεξεργασία- advise < μέση αγγλική avisen < παλαιά γαλλική aviser < λατινική adviso < ad + viso < video
Ρήμα
επεξεργασίαadvise (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) συμβουλεύω, συνιστώ, υποδεικνύω, λέω σε κάποιον τι πιστεύω ότι πρέπει να κάνει σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή δίνω σε κάποιον βοήθεια και πληροφορίες για ένα θέμα για το οποίο ξέρω πολλά
- ⮡ I advised him to go/to not accept.
- Τον συμβούλεψα να πάει/να μη δεχτεί.
- ⮡ The police advised us against traveling at night.
- Η αστυνομία μας συμβούλεψε να μην ταξιδέψουμε νύχτα.
- ⮡ What do you advise me to do?
- Τι μου συνιστάς να κάνω;
- ⮡ The doctor advised complete rest.
- Ο γιατρός συνέστησε τέλεια ανάπαυση.
- ⮡ Drivers are advised to avoid…
- Συνιστάται στους οδηγούς να αποφεύγουν…
- ⮡ His doctor advised cutting out smoking.
- Ο γιατρός του υπέδειξε να κόψει το κάπνισμα.
- ⮡ He advised me not to park there.
- Μου υπέδειξε να μην παρκάρω εκεί.
- ≈ συνώνυμα: admonish, counsel, recommend, suggest και warn
- ⮡ I advised him to go/to not accept.
- (μεταβατικό, επίσημο) γνωστοποιώ, αναγγέλλω, λέω επίσημα σε κάποιον κάτι
- ⮡ He advised us of the shipment.
- Μας γνωστοποίησε την αποστολή.
- ⮡ Did you advise him of your decision?
- Του ανήγγειλες την απόφασή σου;
- ⮡ He advised us of the shipment.
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- advise - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 196, 836, 850, 917. ISBN 9780194325684., λήμμα: γνωστοποιώ, συμβουλεύω, συνιστώ, υποδείχνω