advisable
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | advisable |
συγκριτικός | more advisable |
υπερθετικός | most advisable |
Επίθετο
επεξεργασίαadvisable (en)
- συμφέρω, που είναι προς το συμφέρον κάποιου
- ⮡ What is more advisable, renting or buying an apartment?
- Τι συμφέρει περισσότερο, το νοίκιασμα ή η αγορά διαμερίσματος;
- ⮡ What is more advisable, renting or buying an apartment?