Ετυμολογία

επεξεργασία

συμφέρω

  1. είμαι προς το συμφέρον κάποιου, είμαι ωφέλιμος
    δεν μας συμφέρει η πρότασή σας
  2. (απρόσωπο) είναι καλύτερο να, είναι ωφέλιμο να
    συμφέρει να κόψουμε δρόμο από εδώ

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
συμφέρω < σύν + φέρω