Δείτε επίσης: συμφερτικός, συφερτικός, συρφετός

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική συμφερτός συμφερτή τὸ συμφερτόν
      γενική τοῦ συμφερτοῦ τῆς συμφερτῆς τοῦ συμφερτοῦ
      δοτική τῷ συμφερτ τῇ συμφερτ τῷ συμφερτ
    αιτιατική τὸν συμφερτόν τὴν συμφερτήν τὸ συμφερτόν
     κλητική ! συμφερτέ συμφερτή συμφερτόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ συμφερτοί αἱ συμφερταί τὰ συμφερτᾰ́
      γενική τῶν συμφερτῶν τῶν συμφερτῶν τῶν συμφερτῶν
      δοτική τοῖς συμφερτοῖς ταῖς συμφερταῖς τοῖς συμφερτοῖς
    αιτιατική τοὺς συμφερτούς τὰς συμφερτᾱ́ς τὰ συμφερτᾰ́
     κλητική ! συμφερτοί συμφερταί συμφερτᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ συμφερτώ τὼ συμφερτᾱ́ τὼ συμφερτώ
      γεν-δοτ τοῖν συμφερτοῖν τοῖν συμφερταῖν τοῖν συμφερτοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμφερτός < συμφέρω + -τός < σύν + φέρω

  Επίθετο επεξεργασία

συμφερτός, -ή, -όν

  1. που τον έχουν συγκεντρώσει από πολλά σημεία
  2. ενωμένος με κάποιον άλλον, συνημμένος

  Πηγές επεξεργασία