Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συφερτικός η συφερτική το συφερτικό
      γενική του συφερτικού της συφερτικής του συφερτικού
    αιτιατική τον συφερτικό τη συφερτική το συφερτικό
     κλητική συφερτικέ συφερτική συφερτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συφερτικοί οι συφερτικές τα συφερτικά
      γενική των συφερτικών των συφερτικών των συφερτικών
    αιτιατική τους συφερτικούς τις συφερτικές τα συφερτικά
     κλητική συφερτικοί συφερτικές συφερτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συφερτικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

συφερτικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία