Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνημμένος η συνημμένη το συνημμένο
      γενική του συνημμένου της συνημμένης του συνημμένου
    αιτιατική τον συνημμένο τη συνημμένη το συνημμένο
     κλητική συνημμένε συνημμένη συνημμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνημμένοι οι συνημμένες τα συνημμένα
      γενική των συνημμένων των συνημμένων των συνημμένων
    αιτιατική τους συνημμένους τις συνημμένες τα συνημμένα
     κλητική συνημμένοι συνημμένες συνημμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνημμένος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συνημμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συνάπτω (αρχαία ελληνική) < σύν + ἅπτω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική ci-joint

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.niˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐νημ‐μέ‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

συνημμένος, -η, -ο μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συνάπτω

  1. που (επι)συνάπτεται μαζί με κάτι άλλο, που υποβάλλεται ή στέλνεται μαζί
     συνώνυμα: ενωμένος, προσαρτημένος, προσκολλημένος
  2. (γραμματική) που είναι στην ίδια πτώση με το υποκείμενο (ή βασικό όρο της πρότασης) και συνδέεται μ’ αυτό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική συνημμένος συνημμένη τὸ συνημμένον
      γενική τοῦ συνημμένου τῆς συνημμένης τοῦ συνημμένου
      δοτική τῷ συνημμέν τῇ συνημμέν τῷ συνημμέν
    αιτιατική τὸν συνημμένον τὴν συνημμένην τὸ συνημμένον
     κλητική ! συνημμένε συνημμένη συνημμένον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ συνημμένοι αἱ συνημμέναι τὰ συνημμέν
      γενική τῶν συνημμένων τῶν συνημμένων τῶν συνημμένων
      δοτική τοῖς συνημμένοις ταῖς συνημμέναις τοῖς συνημμένοις
    αιτιατική τοὺς συνημμένους τὰς συνημμένᾱς τὰ συνημμέν
     κλητική ! συνημμένοι συνημμέναι συνημμέν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ συνημμένω τὼ συνημμέν τὼ συνημμένω
      γεν-δοτ τοῖν συνημμένοιν τοῖν συνημμέναιν τοῖν συνημμένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυμένος' όπως «λελυμένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνημμένος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική συνάπτω

  Μετοχή επεξεργασία

συνημμένος, -η, -ον (ελληνιστική κοινή)