συνημμένο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- συνημμένο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συνημμένον ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής συνημμένος < αρχαία ελληνική συνάπτω
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.niˈme.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νημ‐μέ‐νο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
συνημμένο ουδέτερο
- έγγραφο ή δικαιολογητικό που συνοδεύει μία αίτηση ή μία επίσημη αναφορά
- (πληροφορική) αρχείο που αποστέλλεται μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, επισύναψη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συνημμένο
Κλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασία
συνημμένο ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του συνημμένος
Πηγές
επεξεργασία
- συνημμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συνημμένος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)