attachement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
attachement | attachements |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαattachement (fr) αρσενικό
- η στοργή, η αφοσίωση,η αγάπη
- η αναλυτική καταγραφή των έργων που εκτελεί καθημερινά μια κατασκευαστική εταιρεία
- η προσήλωση
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη attacher