ενικός         πληθυντικός  
attachement attachements

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

attachement (fr) αρσενικό

  1. η στοργή, η αφοσίωσηαγάπη
  2. η αναλυτική καταγραφή των έργων που εκτελεί καθημερινά μια κατασκευαστική εταιρεία
  3. η προσήλωση

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη attacher