Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επισύναψη οι επισυνάψεις
      γενική της επισύναψης* των επισυνάψεων
    αιτιατική την επισύναψη τις επισυνάψεις
     κλητική επισύναψη επισυνάψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επισυνάψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επισύναψη < επισυνάπτω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επισύναψη θηλυκό

  1. συνένωση στοιχείου σε άλλο και ενιαία μεταφορά
  2. (πληροφορική) η ενέργεια της αποστολής ενός αρχείου μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου


Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία