Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

επισυνάψεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επισυνάπτω
  2. θα επισυνάψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επισυνάπτω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

επισυνάψεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επισύναψη