επισυνάψεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεπισυνάψεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επισυνάπτω
- θα επισυνάψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επισυνάπτω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαεπισυνάψεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επισύναψη