επισυνάπτω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- επισυνάπτω < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική ἐπισυνάπτω[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε επι- + συνάπτω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.pi.siˈna.pto/
- συλλαβισμός : ε‐πι‐συ‐νά‐πτω
ΡήμαΕπεξεργασία
επισυνάπτω
- προσαρτώ σε ένα επίσημο έγγραφο (αίτηση, αναφορά, διαβιβαστικό κλπ) επιπλέον συνοδευτικά σχετικά έγγραφα ή δικαιολογητικά
- προσαρτώ σε ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ένα ή περισσότερα αρχεία για αποστολή στον παραλήπτη
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «επισυνάπτω» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.