Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαβιβαστικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο διαβιβαστικός (διαβιβαστικό έγγραφο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαβιβαστικό ουδέτερο

  1. έγγραφο το οποίο συνοδεύει άλλα έγγραφα ή αντικείμενα και περιγράφει το προς ποιον απευθύνονται και ποιο θέμα αφορούν τα συνοδευόμενα έντυπα ή υλικά
    στο διαβιβαστικό δεν αναφέρατε πουθενά ότι έπρεπε να κοινοποιηθούν και στη Διεύθυνση Υλικού

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

διαβιβαστικό