διαβιβαστικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαβιβαστικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο διαβιβαστικός (διαβιβαστικό έγγραφο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαβιβαστικό ουδέτερο
- έγγραφο το οποίο συνοδεύει άλλα έγγραφα ή αντικείμενα και περιγράφει το προς ποιον απευθύνονται και ποιο θέμα αφορούν τα συνοδευόμενα έντυπα ή υλικά
- στο διαβιβαστικό δεν αναφέρατε πουθενά ότι έπρεπε να κοινοποιηθούν και στη Διεύθυνση Υλικού
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
διαβιβαστικό
- αιτιατική ενικού του διαβιβαστικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του διαβιβαστικός