ci-joint
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαci-joint (fr)
- όντας επισυνημμένος
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ci-joint | ci-joints |
θηλυκό | ci-jointe | ci-jointes |
ci-joint (fr)
ci-joint (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ci-joint | ci-joints |
θηλυκό | ci-jointe | ci-jointes |
ci-joint (fr)