↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επισυνημμένος η επισυνημμένη το επισυνημμένο
      γενική του επισυνημμένου της επισυνημμένης του επισυνημμένου
    αιτιατική τον επισυνημμένο την επισυνημμένη το επισυνημμένο
     κλητική επισυνημμένε επισυνημμένη επισυνημμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επισυνημμένοι οι επισυνημμένες τα επισυνημμένα
      γενική των επισυνημμένων των επισυνημμένων των επισυνημμένων
    αιτιατική τους επισυνημμένους τις επισυνημμένες τα επισυνημμένα
     κλητική επισυνημμένοι επισυνημμένες επισυνημμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επισυνημμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επισυνάπτω

επισυνημμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη επισυνάπτω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία