ἅπτω
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ἅπτω < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *ap- (αγγίζω)
ΡήμαΕπεξεργασία
ἅπτω
- ανάβω (τα σύνθετα του ενεργητικού ρήματος και η μέση φωνή του ἅπτομαι ήταν πολύ συνηθέστερα)
- ὅκως στυππεῖον περὶ τοὺς ὀιστοὺς περιθέντες ἅψειαν (έβαζαν φωτιά στα στουπιά που είχαν τυλίξει στα βέλη τους) (Ηρ. Ιστ. 8.52)
- προσάπτω, συνάπτω, συνδέω
- ἄγε δὴ καὶ χορὸν ἅψωμεν (ας μπούμε στο χορό) (Αισχ.Ευμ. 307)
- ἅψας ἀμφοτέρωθεν ἐϋστρεφὲς ἔντερον οἰός (έδεσε στα δύο άκρα <του τόξου> το ελαστικό έντερο του πρόβατου) (Ομ. Οδ. 21.408)
- φασίν, βρόχῳ γ᾽ ἅψασαν εὐγενῆ δέρην (λένε <πως αυτοκτόνησε> περνώντας μια θηλιά στο απαλό της λαιμό) (Ευρ. Ελένη, 136)
Αρχικοί Χρόνοι | Ενεργητική Φωνή | Απαρέμφατα-Μετοχές |
---|---|---|
Ενεστώτας | ἅπτω | άπτειν ἅπτων-ουσα-ον |
Παρατατικός | (-ηπτον) | |
Μέλλοντας | (-αψω) | {-αψειν) (-αψων, -ουσα, -ον) |
Αόριστος | ἧψα | ἅψαι ἅψας-ασα-αν |
Παρατηρήσεις | οι εντός παρενθέσεων τύποι μόνον σε συνθετα |