ἐξάπτω
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐξάπτω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαἐξάπτω
- (μεταβατικό και αμετάβατο) (κυριολεκτικά) & (μεταφορικά) ανάβω
- (μεταβατικό) (μεταφορικά) καίω
- (μεταβατικό και αμετάβατο) (για φωτιά) δυναμώνω, φουντώνω
- (αμετάβατο) (μεταφορικά) καίγομαι
- → δείτε παράθεμα στο λήμμα ἀξάφτω
- (αμετάβατο) θυμώνω
- (αμετάβατο) ταράζομαι, εξάπτομαι
- ※ 16ος/17ος αιώνας ⌘ Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος/Β, στίχ. 2287 (στίχοι 2287-2288)
- Εξάψεν, κ' εκοκκίνισεν, κ' εχλόμιανεν περίσσα,
και σα φωτιάς αναλαμπές ήψαν και πάλι εσβήσα'.
- Εξάψεν, κ' εκοκκίνισεν, κ' εχλόμιανεν περίσσα,
- ※ 16ος/17ος αιώνας ⌘ Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος/Β, στίχ. 2287 (στίχοι 2287-2288)
- (αμετάβατο) (για τη νιότη) βασανίζομαι, υποφέρω
- → δείτε παράθεμα στο λήμμα ἀξάφτω
- (αμετάβατο) (μεταφορικά) ξεσπώ
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΡηματικοί τύποι
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Δημώδης Γραμματεία στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015. Από τον Διγενή Ακρίτη (12ος αιώνας) έως την πτώση της Κρήτης (1669)
- ἐξάπτω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ἐξάπτω σελ.110-111, σελ.111, Τόμος 6 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἐξάπτω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαἐξάπτω
- δένω πάνω σε κάτι
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 22 (Χ. Ἕκτορος ἀναίρεσις.), στίχ. 397 (στίχοι 396-397)
- ἀμφοτέρων μετόπισθε ποδῶν τέτρηνε τένοντε | ἐς σφυρὸν ἐκ πτέρνης, βοέους δ᾽ ἐξῆπτεν ἱμάντας,
- των δυο ποδιών του ετρύπησε τα νεύρ᾽ από τες φτέρνες | ως τ᾽ αστραγάλι, και λουριά τους πέρασε από μέσα,
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἀμφοτέρων μετόπισθε ποδῶν τέτρηνε τένοντε | ἐς σφυρὸν ἐκ πτέρνης, βοέους δ᾽ ἐξῆπτεν ἱμάντας,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 22 (Χ. Ἕκτορος ἀναίρεσις.), στίχ. 397 (στίχοι 396-397)
- τοποθετώ πάνω σε
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Τρῳάδες, στίχ. 1220 (1218-1220)
- ἃ δ᾽ ἐν γάμοισι χρῆν σε προσθέσθαι χροῒ | Ἀσιατίδων γήμαντα τὴν ὑπερτάτην, | Φρύγια πέπλων ἀγάλματ᾽ ἐξάπτω χροός.
- Με τα λαμπρά τρωικά φορέματα, όσα θα ταίριαζε στο γάμο σου να βάλεις,| που θα ᾽παιρνες την πρώτη της Ασίας,| μ᾽ αυτά στολίζω τώρα το κορμί σου.
- Μετάφραση, αναθεωρημένη έκδοση (1972) Οι Τρωαδίτισσες: Θρασύβουλος Σταύρου, 1η έκδοση (1952) @greek‑language.gr
- ἃ δ᾽ ἐν γάμοισι χρῆν σε προσθέσθαι χροῒ | Ἀσιατίδων γήμαντα τὴν ὑπερτάτην, | Φρύγια πέπλων ἀγάλματ᾽ ἐξάπτω χροός.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Τρῳάδες, στίχ. 1220 (1218-1220)
- συνάπτω, συνδέω, προσαρμόζω
- ※ 1ος/2ος αιώνας κε ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Θεμιστοκλῆς, 19.4
- Θεμιστοκλῆς δ᾽ οὐχ, ὥσπερ Ἀριστοφάνης ὁ κωμικός φησι, τῇ πόλει «τὸν Πειραιᾶ προσέμαξεν», ἀλλὰ τὴν πόλιν ἐξῆψε τοῦ Πειραιῶς καὶ τὴν γῆν τῆς θαλάττης·
- Αντίθετα, ο Θεμιστοκλής δεν «εζύμωσε τον Πειραιά» με την Αθήνα, καθώς λέει ο Αριστοφάνης ο κωμικός, παρά την Αθήνα την έδεσε με τον Πειραιά και τη στεριά με τη θάλασσα.
- Μετάφραση (1965), Μιχάλης Οικονόμου, @greek‑language.gr
- Θεμιστοκλῆς δ᾽ οὐχ, ὥσπερ Ἀριστοφάνης ὁ κωμικός φησι, τῇ πόλει «τὸν Πειραιᾶ προσέμαξεν», ἀλλὰ τὴν πόλιν ἐξῆψε τοῦ Πειραιῶς καὶ τὴν γῆν τῆς θαλάττης·
- ※ 1ος/2ος αιώνας κε ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Θεμιστοκλῆς, 19.4
- αποδίδω κάτι σε κάτι άλλο
- αφήνω να πέσει κάτι
- παρακολουθώ με προσοχή
- βάζω φωτιά, ανάβω, καίω
- (για ασθένεια) επιδεινώνω, χειροτερεύω
- (στη μέση φωνή) κρεμιέμαι από πάνω, αρπάζομαι, πιάνομαι
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 20 (στίχοι 19-20)
- σειρὴν χρυσείην ἐξ οὐρανόθεν κρεμάσαντες | πάντες τ᾽ ἐξάπτεσθε θεοὶ πᾶσαί τε θέαιναι·
- Χρυσήν κρεμάσετ᾽ άλυσον απ᾽ τ᾽ ουρανού την άκρην, | και αθάνατοι και αθάνατες όλοι απ᾽ αυτήν πιασθείτε.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- σειρὴν χρυσείην ἐξ οὐρανόθεν κρεμάσαντες | πάντες τ᾽ ἐξάπτεσθε θεοὶ πᾶσαί τε θέαιναι·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 20 (στίχοι 19-20)
- (στη μέση φωνή) κρεμώ κάτι πάνω μου, το φορώ, το κρατώ πάνω μου
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑλένη, στίχ. 1186 (1186-1190)
- αὕτη, τί πέπλους μέλανας ἐξήψω χροὸς | λευκῶν ἀμείψασ᾽ ἔκ τε κρατὸς εὐγενοῦς | κόμας σίδηρον ἐμβαλοῦσ᾽ ἀπέθρισας | χλωροῖς τε τέγγεις δάκρυσι σὴν παρηίδα | κλαίουσα;
- Γιατί φόρεσες μαύρα, τα μαλλιά σου | γιατί έκοψες, Ελένη, γιατί τρέχουν | τα δάκρυα στην όψη σου απ᾽ το κλάμα;
- Μετάφραση (2006): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- αὕτη, τί πέπλους μέλανας ἐξήψω χροὸς | λευκῶν ἀμείψασ᾽ ἔκ τε κρατὸς εὐγενοῦς | κόμας σίδηρον ἐμβαλοῦσ᾽ ἀπέθρισας | χλωροῖς τε τέγγεις δάκρυσι σὴν παρηίδα | κλαίουσα;
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑλένη, στίχ. 1186 (1186-1190)
- (στην παθητική φωνή) αναζωπυρώνομαι, τυλίγομαι στις φλόγες
- (στην παθητική φωνή) (μεταφορικά) εξάπτομαι, φουντώνω
- ※ 2ος αιώνας κε ⌘ Παυσανίας, Ἑλλάδος περιήγησις/Μεσσηνιακά, 4.17.5 @scaife.perseus
- ὅ τε ὀνομαζόμενος Κορινθιακὸς πόλεμος ἀπὸ τούτων ἐξήφθη τῶν χρημάτων, ὡς ἀπολείπειν Ἀγησίλαον ἀναγκασθῆναι τὰ ἐν τῇ Ἀσίᾳ.
- ※ 2ος αιώνας κε ⌘ Παυσανίας, Ἑλλάδος περιήγησις/Μεσσηνιακά, 4.17.5 @scaife.perseus
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ἅπτω
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐξάπτω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐξάπτω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.