Δείτε επίσης: εξάπτω

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐξάπτω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ἐξάπτω

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) (κυριολεκτικά) & (μεταφορικά) ανάβω
  2. (μεταβατικό) (μεταφορικά) καίω
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) (για φωτιά) δυναμώνω, φουντώνω
  4. (αμετάβατο) (μεταφορικά) καίγομαι
    → δείτε παράθεμα στο λήμμα ἀξάφτω 
  5. (αμετάβατο) θυμώνω
  6. (αμετάβατο) ταράζομαι, εξάπτομαι
    ※  16ος/17ος αιώνας Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος/Β, στίχ. 2287 (στίχοι 2287-2288)
    Εξάψεν, κ' εκοκκίνισεν, κ' εχλόμιανεν περίσσα,
    και σα φωτιάς αναλαμπές ήψαν και πάλι εσβήσα'.
  7. (αμετάβατο) (για τη νιότη) βασανίζομαι, υποφέρω
    → δείτε παράθεμα στο λήμμα ἀξάφτω 
  8. (αμετάβατο) (μεταφορικά) ξεσπώ

Άλλες μορφές επεξεργασία

Ρηματικοί τύποι επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐξάπτω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ἐξάπτω

  1. δένω πάνω σε κάτι
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 22 (Χ. Ἕκτορος ἀναίρεσις.), στίχ. 397 (στίχοι 396-397)
    ἀμφοτέρων μετόπισθε ποδῶν τέτρηνε τένοντε | ἐς σφυρὸν ἐκ πτέρνης, βοέους δ᾽ ἐξῆπτεν ἱμάντας,
    των δυο ποδιών του ετρύπησε τα νεύρ᾽ από τες φτέρνες | ως τ᾽ αστραγάλι, και λουριά τους πέρασε από μέσα,
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  2. τοποθετώ πάνω σε
    ※  5ος↑ αιώνας Εὐριπίδης, Τρῳάδες, στίχ. 1220 (1218-1220)
    ἃ δ᾽ ἐν γάμοισι χρῆν σε προσθέσθαι χροῒ | Ἀσιατίδων γήμαντα τὴν ὑπερτάτην, | Φρύγια πέπλων ἀγάλματ᾽ ἐξάπτω χροός.
    Με τα λαμπρά τρωικά φορέματα, όσα θα ταίριαζε στο γάμο σου να βάλεις,| που θα ᾽παιρνες την πρώτη της Ασίας,| μ᾽ αυτά στολίζω τώρα το κορμί σου.
    Μετάφραση, αναθεωρημένη έκδοση (1972) Οι Τρωαδίτισσες: Θρασύβουλος Σταύρου, 1η έκδοση (1952) @greek‑language.gr
  3. συνάπτω, συνδέω, προσαρμόζω
    ※  1ος/2ος αιώνας κε Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Θεμιστοκλῆς, 19.4
    Θεμιστοκλῆς δ᾽ οὐχ, ὥσπερ Ἀριστοφάνης ὁ κωμικός φησι, τῇ πόλει «τὸν Πειραιᾶ προσέμαξεν», ἀλλὰ τὴν πόλιν ἐξῆψε τοῦ Πειραιῶς καὶ τὴν γῆν τῆς θαλάττης·
    Αντίθετα, ο Θεμιστοκλής δεν «εζύμωσε τον Πειραιά» με την Αθήνα, καθώς λέει ο Αριστοφάνης ο κωμικός, παρά την Αθήνα την έδεσε με τον Πειραιά και τη στεριά με τη θάλασσα.
    Μετάφραση (1965), Μιχάλης Οικονόμου, @greek‑language.gr
  4. αποδίδω κάτι σε κάτι άλλο
  5. αφήνω να πέσει κάτι
  6. παρακολουθώ με προσοχή
  7. βάζω φωτιά, ανάβω, καίω
  8. (για ασθένεια) επιδεινώνω, χειροτερεύω
  9. (στη μέση φωνή) κρεμιέμαι από πάνω, αρπάζομαι, πιάνομαι
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 20 (στίχοι 19-20)
    σειρὴν χρυσείην ἐξ οὐρανόθεν κρεμάσαντες | πάντες τ᾽ ἐξάπτεσθε θεοὶ πᾶσαί τε θέαιναι·
    Χρυσήν κρεμάσετ᾽ άλυσον απ᾽ τ᾽ ουρανού την άκρην, | και αθάνατοι και αθάνατες όλοι απ᾽ αυτήν πιασθείτε.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  10. (στη μέση φωνή) κρεμώ κάτι πάνω μου, το φορώ, το κρατώ πάνω μου
    ※  5ος↑ αιώνας Εὐριπίδης, Ἑλένη, στίχ. 1186 (1186-1190)
    αὕτη, τί πέπλους μέλανας ἐξήψω χροὸς | λευκῶν ἀμείψασ᾽ ἔκ τε κρατὸς εὐγενοῦς | κόμας σίδηρον ἐμβαλοῦσ᾽ ἀπέθρισας | χλωροῖς τε τέγγεις δάκρυσι σὴν παρηίδα | κλαίουσα;
    Γιατί φόρεσες μαύρα, τα μαλλιά σου | γιατί έκοψες, Ελένη, γιατί τρέχουν | τα δάκρυα στην όψη σου απ᾽ το κλάμα;
    Μετάφραση (2006): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
  11. (στην παθητική φωνή) αναζωπυρώνομαι, τυλίγομαι στις φλόγες
  12. (στην παθητική φωνή) (μεταφορικά) εξάπτομαι, φουντώνω
    ※  2ος αιώνας κε Παυσανίας, Ἑλλάδος περιήγησις/Μεσσηνιακά, 4.17.5 @scaife.perseus
    ὅ τε ὀνομαζόμενος Κορινθιακὸς πόλεμος ἀπὸ τούτων ἐξήφθη τῶν χρημάτων, ὡς ἀπολείπειν Ἀγησίλαον ἀναγκασθῆναι τὰ ἐν τῇ Ἀσίᾳ.

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία