Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀξάφτω < λείπει η ετυμολογία

ἀξάφτω άλλη μορφή του ἐξάπτω

  1. στη σημασία: (αμετάβατο) (μεταφορικά) καίγομαι, ανάβω
    ※  16ος αιώνας, Κυπριακά ερωτικά ποιήματα (1546-1570), ανωνύμου, ποίημα 64, στ. 8 (7-8) @georgakas.lit.auth.gr
    ἀμμ’ ὅσα ’πὸ ξαυτόν της ξωμακρίζω
    τόσον περίτου ἀξάφτω καὶ βακρύζω.
    Θέμις Σιαπκαρά-Πιτσιλλίδου (επιμ.), Ο πετραρχισμός στην Κύπρο. Ρίμες αγάπης: από χειρόγραφο του 16ου αιώνα με μεταφορά στην κοινή μας γλώσσα, Τυπογραφείο Γ. Τσιβεριώτη, Αθήνα 1976.
  2. στη σημασία: (αμετάβατο) (για τη νιότη) βασανίζομαι, υποφέρω
    ※  16ος αιώνας, Κυπριακά ερωτικά ποιήματα (1546-1570), ανωνύμου, ποίημα 61, στ. 4 (3-4) @www.lit.auth.gr
    ἐπέσωσες τὴν ἄχαρήν μου νιότην
    κι ἀξάφτει καὶ χειμὸν καὶ καλοκαίριν.
    Θέμις Σιαπκαρά-Πιτσιλλίδου (επιμ.), Ο πετραρχισμός στην Κύπρο. Ρίμες αγάπης: από χειρόγραφο του 16ου αιώνα με μεταφορά στην κοινή μας γλώσσα, Τυπογραφείο Γ. Τσιβεριώτη, Αθήνα 1976.

Ρηματικοί τύποι

επεξεργασία