Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

τυλίγομαι

  • τυλίχτηκα με την κουβέρτα γιατί ξεπάγιαζα

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία