Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ξετυλίγομαι

  • όταν ξετυλίχτηκε το νήμα
  • δεν το πακετάρισες καλά και ξετυλίχτηκε

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία