ξετυλίγομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξετυλίγομαι
- παθητική φωνή του ρήματος ξετυλίγω, με ξετυλίγουν, ξετυλίγομαι μόνος μου, (λαϊκότροπο) το εκτυλίσσομαι
- όταν ξετυλίχτηκε το νήμα
- δεν το πακετάρισες καλά και ξετυλίχτηκε
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξετυλίγομαι | ξετυλιγόμουν(α) | θα ξετυλίγομαι | να ξετυλίγομαι | ||
β' ενικ. | ξετυλίγεσαι | ξετυλιγόσουν(α) | θα ξετυλίγεσαι | να ξετυλίγεσαι | (ξετυλίγου) | |
γ' ενικ. | ξετυλίγεται | ξετυλιγόταν(ε) | θα ξετυλίγεται | να ξετυλίγεται | ||
α' πληθ. | ξετυλιγόμαστε | ξετυλιγόμαστε ξετυλιγόμασταν |
θα ξετυλιγόμαστε | να ξετυλιγόμαστε | ||
β' πληθ. | ξετυλίγεστε | ξετυλιγόσαστε ξετυλιγόσασταν |
θα ξετυλίγεστε | να ξετυλίγεστε | (ξετυλίγεστε) | |
γ' πληθ. | ξετυλίγονται | ξετυλίγονταν ξετυλιγόντουσαν |
θα ξετυλίγονται | να ξετυλίγονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξετυλίχτηκα | θα ξετυλιχτώ | να ξετυλιχτώ | ξετυλιχτεί | ||
β' ενικ. | ξετυλίχτηκες | θα ξετυλιχτείς | να ξετυλιχτείς | ξετυλίξου | ||
γ' ενικ. | ξετυλίχτηκε | θα ξετυλιχτεί | να ξετυλιχτεί | |||
α' πληθ. | ξετυλιχτήκαμε | θα ξετυλιχτούμε | να ξετυλιχτούμε | |||
β' πληθ. | ξετυλιχτήκατε | θα ξετυλιχτείτε | να ξετυλιχτείτε | ξετυλιχτείτε | ||
γ' πληθ. | ξετυλίχτηκαν ξετυλιχτήκαν(ε) |
θα ξετυλιχτούν(ε) | να ξετυλιχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξετυλιχτεί | είχα ξετυλιχτεί | θα έχω ξετυλιχτεί | να έχω ξετυλιχτεί | ξετυλιγμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξετυλιχτεί | είχες ξετυλιχτεί | θα έχεις ξετυλιχτεί | να έχεις ξετυλιχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξετυλιχτεί | είχε ξετυλιχτεί | θα έχει ξετυλιχτεί | να έχει ξετυλιχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξετυλιχτεί | είχαμε ξετυλιχτεί | θα έχουμε ξετυλιχτεί | να έχουμε ξετυλιχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξετυλιχτεί | είχατε ξετυλιχτεί | θα έχετε ξετυλιχτεί | να έχετε ξετυλιχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξετυλιχτεί | είχαν ξετυλιχτεί | θα έχουν ξετυλιχτεί | να έχουν ξετυλιχτεί |