Ετυμολογία

επεξεργασία
εκτυλίσσομαι < παθητική φωνή του ρήματος εκτυλίσσω < (ελληνιστική κοινήἐκτυλίσσω

εκτυλίσσομαι ( & ξετυλίγομαι για νήματα, συσκευασίες)

  • Το δράμα εκτυλίχθηκε σε ένα ορεινό χωριό, όπου...

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία