χρονικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χρονικό | τα | χρονικά |
γενική | του | χρονικού | των | χρονικών |
αιτιατική | το | χρονικό | τα | χρονικά |
κλητική | χρονικό | χρονικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- χρονικό < αρχαία ελληνική χρονικόν < ουδέτερο του επιθέτου χρονικός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χρονικό ουδέτερο
- γραπτή αφήγηση γεγονότων κατά χρονολογική σειρά
- το χρονικό της ζωής μου
- το χρονικό μιας επιτυχημένης πορείας στο διάστημα