εκτύλιξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκτύλιξη | οι | εκτυλίξεις |
γενική | της | εκτύλιξης* | των | εκτυλίξεων |
αιτιατική | την | εκτύλιξη | τις | εκτυλίξεις |
κλητική | εκτύλιξη | εκτυλίξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκτυλίξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεκτύλιξη θηλυκό
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εκτυλίσσω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εκτύλιξη
|