Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄαπτος < α- επιτακτικό και ἄπτομαι

ἄαπτος, ος, ον

ὅτε κέν τοι ἀάπτους χεῖρας ἐφείω (όταν βάλω επάνω σου τα ακατανίκητα χέρια μου -Ιλιάδα, 1.567)