Δείτε επίσης: ἀψίς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἁψίς αἱ ἁψῖδες
      γενική τῆς ἁψῖδος τῶν ἁψίδων
      δοτική τῇ ἁψῖδ ταῖς ἁψῖσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἁψῖδ τὰς ἁψῖδᾰς
     κλητική ! ἁψίς* ἁψῖδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἁψῖδε
γεν-δοτ τοῖν  ἁψίδοιν
Με μακρό γιώτα στο θέμα -ίς -ῖδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «σφραγίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἁψίς < (ἅπτω δένω, ανάβω) θέμα ἁπ- + -σίς (π+σ>ψ) [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἁψίς, -ῖδος θηλυκό

  1. θηλιά, βρόχος
  2. αρμός
  3. αψίδα, τοξωτή καμάρα
  4. κάθε τι κυκλικό, δίσκος, τροχός

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.