ἁψίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἁψίς | αἱ | ἁψῖδες |
γενική | τῆς | ἁψῖδος | τῶν | ἁψίδων |
δοτική | τῇ | ἁψῖδῐ | ταῖς | ἁψῖσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | ἁψῖδᾰ | τὰς | ἁψῖδᾰς |
κλητική ὦ! | ἁψίς* | ἁψῖδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἁψῖδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἁψίδοιν | ||
Με μακρό γιώτα στο θέμα -ίς -ῖδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «σφραγίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἁψίς, -ῖδος θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ἀψίς (ιωνικός, επικός τύπος )
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ἁψίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.