↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θηλιά οι θηλιές
      γενική της θηλιάς των θηλιών
    αιτιατική τη θηλιά τις θηλιές
     κλητική θηλιά θηλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
η θηλιά της κρεμάλας

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θηλιά < μεσαιωνική ελληνική θηλεά < αρχαία ελληνική θήλεια, θηλυκό του επιθέτου θῆλυς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θηλιά θηλυκό

  1. σχοινί ή κορδόνι ή σύρμα ή άλλο παρόμοιο που σχηματίζει κυκλικό κόμπο του οποίου το άνοιγμα αυξομειώνεται
  2. ο βρόχος
    ※  και λέει: «Αχ, κούκλα μου, σου 'φυγε πόντος!» κι εγώ έσκουξα, γιατί το καλτσόν μου ήταν ολοκαίνουργιο, και τι θα 'κανα, έπρεπε να βρω βερνίκι να βάψω την τρύπα ή να τρέχω στο Μετς να πάρω άλλο, όμως οι μουσικοί, πονηρεμένοι, ξελιγώθηκαν στα γέλια, κι ο τύπος ζήτησε συγγνώμη και συστήθηκε - ήταν ο μέγας Μπαγιαντέρας, ο Μήτσος με την καρδιά μάλαμα, κι έκανε πάντα αυτό το χωρατό, με τάχα λεκέδες και θηλιές (Αύγουστος Κορτώ, Τσιτσιμπού, η μάγισσα της πίστας, εκδ. Πατάκης, 2023)
  3. η κρεμάλα
  4. νήμα σε ρούχα που σχηματίζει κύκλο και χρησιμεύει για να τα κρεμάμε ή να περάσει από μέσα ένα κουμπί


Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία