πονηρεμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πονηρεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πονηρεύω, πονηρεύομαι
Μετοχή
επεξεργασίαπονηρεμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πονηρεύω
- ※ «Αχ, κούκλα μου, σου 'φυγε πόντος!» κι εγώ έσκουξα, γιατί το καλτσόν μου ήταν ολοκαίνουργιο, και τι θα 'κανα, έπρεπε να βρω βερνίκι να βάψω την τρύπα ή να τρέχω στο Μετς να πάρω άλλο, όμως οι μουσικοί, πονηρεμένοι, ξελιγώθηκαν στα γέλια, κι ο τύπος ζήτησε συγγνώμη και συστήθηκε - ήταν ο μέγας Μπαγιαντέρας, ο Μήτσος με την καρδιά μάλαμα, κι έκανε πάντα αυτό το χωρατό (Αύγουστος Κορτώ, Τσιτσιμπού, η μάγισσα της πίστας, εκδ. Πατάκης, 2023)
Μεταφράσεις
επεξεργασία πονηρεμένος
|