κούκλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κούκλα | οι | κούκλες |
γενική | της | κούκλας | των | κουκλών |
αιτιατική | την | κούκλα | τις | κούκλες |
κλητική | κούκλα | κούκλες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κούκλα < (άμεσο δάνειο) υστερολατινική cuculla[1] < λατινική cucullus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kuH-l- < *(s)kewH- (καλύπτω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈku.kla/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κού‐κλα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακούκλα θηλυκό
- ανθρώπινο ομοίωμα, κατασκευή που μοιάζει με άνθρωπο
- (παιχνίδι) παιδικό παιχνίδι που είναι ομοίωμα ανθρώπου
- (ειδικότερα) μαριονέτα
- ομοίωμα ανθρωπίνου σώματος που χρησιμοποιείται για επίδειξη ρουχισμού
- (προσφώνηση, μεταφορικά) προσφώνηση ή χαρακτηρισμός όμορφου ανθρώπου ή πράγματος
- ※ και σαν έφτασε μπρος μου, κάνει ν' απλώσει το χέρι, μα ξάφνου το τραβάει και λέει: «Αχ, κούκλα μου, σου 'φυγε πόντος!» κι εγώ έσκουξα, γιατί το καλτσόν μου ήταν ολοκαίνουργιο, και τι θα 'κανα, έπρεπε να βρω βερνίκι να βάψω την τρύπα ή να τρέχω στο Μετς να πάρω άλλο (Αύγουστος Κορτώ, Τσιτσιμπού, η μάγισσα της πίστας, εκδ. Πατάκης, 2023)
- τρόπος συσκευασίας νήματος για πλέξιμο, είδος μακρόστενου κουβαριού τυλιγμένου σε μηχανή
- (κατ’ επέκταση) νήμα τυλιγμένο σε μακρόστενη στρογγυλή λουρίδα τυλιγμένη σε σχήμα οχτώ, τσιλές
- κώνος καλαμποκιού
Παράγωγα
επεξεργασία- κουκλάκι
- κουκλάρα
- κουκλί
- κουκλίστικος
- κουκλίτσα
- κουκλοθέατρο
- κούκλος
- κουκλόσπιτο
- → δείτε τις λέξεις κουκούλα και κουκούλι
Μεταφράσεις
επεξεργασία κούκλα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κούκλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας