Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κούκλα οι κούκλες
      γενική της κούκλας των κουκλών
    αιτιατική την κούκλα τις κούκλες
     κλητική κούκλα κούκλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κούκλα < (άμεσο δάνειο) υστερολατινική cuculla[1] < λατινική cucullus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kuH-l- < *(s)kewH- (καλύπτω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈku.kla/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κού‐κλα
 
παιδική κούκλα
 
παράσταση με κούκλες
 
κούκλες σε βιτρίνα καταστήματος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κούκλα θηλυκό

  1. ανθρώπινο ομοίωμα, κατασκευή που μοιάζει με άνθρωπο
    1. (παιχνίδι) παιδικό παιχνίδι που είναι ομοίωμα ανθρώπου
    2. (ειδικότερα) μαριονέτα
    3. ομοίωμα ανθρωπίνου σώματος που χρησιμοποιείται για επίδειξη ρουχισμού
  2. (προσφώνηση, μεταφορικά) προσφώνηση ή χαρακτηρισμός όμορφου ανθρώπου ή πράγματος
  3. τρόπος συσκευασίας νήματος για πλέξιμο, είδος μακρόστενου κουβαριού τυλιγμένου σε μηχανή
  4. (κατ’ επέκταση) νήμα τυλιγμένο σε μακρόστενη στρογγυλή λουρίδα τυλιγμένη σε σχήμα οχτώ, τσιλές
  5. κώνος καλαμποκιού

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία