κουκλάρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κουκλάρα | οι | κουκλάρες |
γενική | της | κουκλάρας | — | |
αιτιατική | την | κουκλάρα | τις | κουκλάρες |
κλητική | κουκλάρα | κουκλάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουκλάρα < κούκλα + μεγεθυντικό επίθημα -άρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουκλάρα θηλυκό
- πολύ όμορφη κοπέλα ή γυναίκα
- ↪ Μου είχαν πει ότι είναι γοητευτική γυναίκα, αλλά αυτή είναι πραγματική κουκλάρα.
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουκλάρα
|