Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κουκλόσπιτο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κουκλόσπιτ
ο
τα
κουκλόσπιτ
α
γενική
του
κουκλόσπιτ
ου
των
κουκλόσπιτ
ων
αιτιατική
το
κουκλόσπιτ
ο
τα
κουκλόσπιτ
α
κλητική
κουκλόσπιτ
ο
κουκλόσπιτ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κουκλόσπιτο
<
κούκλ(α)
+
-ό-
+
-σπιτο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κουκλόσπιτο
ουδέτερο
το παιδικό σπίτι που προορίζεται για κούκλες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κουκλόσπιτο