κουκλίστικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
κουκλίστικος
- που έχει σχέση με κούκλα, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (κατ’ επέκταση) όμορφος και χαριτωμένος
Συγγενικά επεξεργασία
- κουκλίστικα
- → δείτε τη λέξη κούκλα