Δείτε επίσης: -ιστικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -ίστικος η -ίστικη το -ίστικο
      γενική του -ίστικου της -ίστικης του -ίστικου
    αιτιατική τον -ίστικο τη(ν) -ίστικη το -ίστικο
     κλητική -ίστικε -ίστικη -ίστικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -ίστικοι οι -ίστικες τα -ίστικα
      γενική των -ίστικων των -ίστικων των -ίστικων
    αιτιατική τους -ίστικους τις -ίστικες τα -ίστικα
     κλητική -ίστικοι -ίστικες -ίστικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ίστικος < συνοπτικό θέμα με -ισ- των ρημάτων σε -ίζω + μεταρηματικό επίθημα επιθέτων -τικος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈi.sti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -ί‐στι‐κος

  Επίθημα επεξεργασία

-ίστικος, η, ο

Σύνθετα επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία