↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μωρουδίστικος η μωρουδίστικη το μωρουδίστικο
      γενική του μωρουδίστικου της μωρουδίστικης του μωρουδίστικου
    αιτιατική τον μωρουδίστικο τη μωρουδίστικη το μωρουδίστικο
     κλητική μωρουδίστικε μωρουδίστικη μωρουδίστικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μωρουδίστικοι οι μωρουδίστικες τα μωρουδίστικα
      γενική των μωρουδίστικων των μωρουδίστικων των μωρουδίστικων
    αιτιατική τους μωρουδίστικους τις μωρουδίστικες τα μωρουδίστικα
     κλητική μωρουδίστικοι μωρουδίστικες μωρουδίστικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μωρουδίστικος < μωρούδ(ι) + -ίστικος.[1] Δείτε και μωρουδίζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mo.ɾuˈði.sti.kos/

  Επίθετο

επεξεργασία

μωρουδίστικος αρσενικό, μωρουδίστικη θηλυκό, μωρουδίστικο ουδέτερο

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία