Ετυμολογία

επεξεργασία
μωρουδιακά < μωρό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μωρουδιακά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. τα ρούχα ή, γενικά, τα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται για το ντύσιμο του μωρού
  2. μωρουδίστικη διάλεκτος ή ήχοι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία