μωρουδιακά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μωρουδιακά < μωρό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμωρουδιακά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα ρούχα ή, γενικά, τα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται για το ντύσιμο του μωρού
- μωρουδίστικη διάλεκτος ή ήχοι
Μεταφράσεις
επεξεργασία μωρουδιακά
|