Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
infantile infantiles

  Επίθετο επεξεργασία

infantile (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. παιδικός
    La varicelle est une maladie infantile. Η ανεμοβλογιά είναι μια παιδική ασθένεια.
  2. παιδαριώδης
    Il a eu un comportement infantile. Φέρθηκε σαν παιδί (είχε παιδαριώδη συμπεριφορά).

Συγγενικά επεξεργασία

και




Ιταλικά (it) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
infantile infantili

  Ετυμολογία επεξεργασία

infantile < λατινική infans

  Επίθετο επεξεργασία

infantile (it)

  1. παιδαριώδης, συμπεριφέρεται σαν παιδί
  2. παιδικός σχετικά με την παιδική ηλικία

Συνώνυμα επεξεργασία