infantilisme
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
infantilisme | infantilismes |
infantilisme (fr) αρσενικό
- το παιδιάρισμα, ο παιδισμός
Συγγενικά
επεξεργασίακαι
ενικός | πληθυντικός |
infantilisme | infantilismes |
infantilisme (fr) αρσενικό
και